ελεατικός

ελεατικός
-ή, -ό (Α ἐλεατικός, -ή, -ό)
νεοελλ.
(φιλοσ.) «ελεατική σχολή» — φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε στην Ελέα ο Ξενοφάνης
αρχ.
αυτός που κατάγεται από την Ελέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζαμιοργία — ζαμιοργία, ἡ (Α) επιγρ. δημιουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελεατικός τ. για το δημιουργία] …   Dictionary of Greek

  • κοσμολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει γενικά το ον και το σύνολο του σύμπαντος, στην προσπάθεια να εναρμονίσει τις ποικίλες όψεις του που αποτελούν αντικείμενο των επιμέρους επιστημών. Από ιστορική άποψη, οι διάφορες κ. συνδέονται αναπόσπαστα με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”